Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΟ ΓΡΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Ώρα 7:00... Ο καταπόρφυρος δίσκος του  ήλιου ερωτοτροπεί εδώ και λίγα λεπτά με το δαντελένιο περίγραμμα των κορυφών του Ολύμπου. Φτάνω στην παραλία κι η Φλόρα δίνει απότομα ένα τρεχιό ... μα, για στάσου! Τι κυνηγά; ... Η τροχιά του τρέξιμού της είναι ακριβώς προς την κατεύθυνση όπου ο ήλιος αντανακλάται πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας! Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να κυνηγήσει, -τρέχει όπως κυνηγά μια γάτα-, μόνο που γάτα δεν φαίνεται πουθενά. Φτάνει λίγα μέτρα πριν απ' το σημείο, όπου το κύμα φιλά τα πόδια της αμμουδιάς και, απότομα, σταματά... Μάλλον κατάλαβε την οπτική απάτη του παιχνιδιάρη ήλιου...
... Αγγίζω με τ' ακροδάχτυλα των ποδιών μου τις πετρούλες της ακροθαλασσιάς, τα βρέχω... πατώ προσεκτικά, νιώθοντας στα πέλματά μου από κάτω την επιφάνεια και την υφή, το χρώμα θα 'λεγα ακόμα, της κάθε πέτρας. Το νερό, σαν τρυφερός αλλά πεπειραμένος εραστής σκαρφαλώνει αργά-αργά γλείφοντας τους αστραγάλους, τις γάμπες, τα γόνατά μου ... Τελευταίο το κεφάλι μου, βουτά μέσα του σαν σε λυτρωτικό καθαρτήριο!
Κολυμπώ προς τα βαθιά με αργές, αλλά σταθερές απλωτές, χωρίς απότομες κινήσεις, μην τυχόν και ταράξω αυτόν τον γαλήνιο εναγκαλισμό... Δεξιά μου, ο ήλιος έχει αρχίσει να κατρακυλά σιγά-σιγά στις δυτικές παρειές του Ολύμπου και κάποιες οριζόντιες ταινίες-σύννεφα του χαράσσουν τον ολοστρόγγυλο κύκλο του. Κολυμπώ και ρίχνω μια ματιά στον βυθό: Θεέ μου, τι θαύμα ειν' αυτό! Στον αμμώδη πυθμένα της θάλασσας, τον σπαρμένο με αραιά θαμνάκια φυκιών που λικνίζονται νωχελικά με την ελάχιστη κίνηση του νερού, καθρεφτίζεται ένα ... φεγγάρι!!! Σηκώνω το βλέμμα ψηλά:  στ' αριστερά μου, πιο ψηλά απ' όσο ο ήλιος, έχει από πιο νωρίς φαίνεται ανατείλει το φεγγάρι, μια φέτα από ολόγλυκο πεπόνι της εποχής του φθινοπώρου. Το νερό με τραβά όλο και πιο βαθιά, η θάλασσα με καλεί επίμονα στην αγκαλιά της.
Της ξανατραγουδώ το συνηθισμένο μου μοτίβο, που το λέω από μικρή:
"Θάλασσα πλατειά σ' αγαπω γιατί μου μοιάζεις, ....
... Έχω έναν καημό, που με τρώει βαθειά, έχω έναν καημό,
Θά'ρθω να στον πω, αδελφούλα εσύ, θάλασσα που σ' αγαπώ...
Κύματα πλατιά, στα ταξίδια σας που πάτε τα αλαργινά,
τα, ρα, ρα, ρα, ρα ρα, ρα, ρα,....
να μου φέρετε και μένα τη χαρά!"
Και συνεχίζω, και κολυμπώ, ... Ή μάλλον ... δεν κολυμπώ: η θάλασσα έχει γίνει πηχτή, ένα είδος αραιού ζελέ, μέσα στο οποίο ακροβατώ ανάμεσα σε νερό κι ουρανό! Σκίζω το ζελέ και προχωράω. Παράξενες κι όμορφες ιδέες έρχονται στο μυαλό μου... Σκέψεις θαλασσινές, που αναρωτιέμαι: θα 'μαι ικανή να τις ξαναφέρω πίσω όταν θα βρεθώ στη στεριά για να τις γράψω;
Γυρίζω το βλέμμα προς την ακροθαλασσιά. Ο ήλιος έχει πια κατέβει αρκετά χαμηλά στο πίσω απ' τον Όλυμπο διάβα του και κρύφτηκε απ' τα μάτια μου. Άχ, βρε Όλυμπε, τι μου κάνεις; Τι στέκεσαι έτσι ακίνητος, βαρύς και δεν κάνεις λίγο πιο κάτω, προς Λάρισσα μεριά;;; Τι μου κρύβεις από τώρα τον ήλιο; "Είναι κιόλας επτάμισι, άργησα μάλιστα" μου απαντά!
Για να με παρηγορήσει, ρίχνει τις τελευταίες φωτεινο-πόρφυρες ανταύγειές του πάνω στα σπίτια και στις στέγες της παραλίας. ... Δειλά-δειλά κι ένα-ένα, ανάβουν μερικά φώτα στην παραλία...
Πόσο μ' αρέσει αυτή ακριβώς η τελευταία ώρα του δειλινού! Απολαμβάνω όσο δε λέγεται, ακόμα και κάθε απόγεμα, αυτή την ήρεμη, γαλήνια διάρκεια της μέρας προς τη νύχτα, σ' όλες τις εποχές του χρόνου, από τις πιο κρύες ως και τις πιο καυτές!...
Κολυμπώ πια προς την επιστροφή, αργά-αργά, νωχελικά, προς τι η βιασύνη; Τα τελευταία λίγα μέτρα προς την παραλία το νερό, αρκετά ρηχό, καμώνεται πως δεν θέλει να μ' αφήσει να του φύγω: με τραβά μια προς τα πίσω, με λικνίζει μια προς τα μπρος και πάλι το μετανιώνει ... κι άλλη μια προς τα πίσω. Βάζω τα χέρια μου και πιάνω πάλι τις πέτρες στο βυθό, πολύχρωμες, μονόχρωμες, ριγωτές, στρογγυλεμένες απ' το πέρα-δώθε του νερού, γυαλιστερές και ματ, όλα τα χρώματα, τα σχήματα, όλες οι ύλες κι οι υφές!
Σήμερα, ... παράξενο δεν είναι; Δεν έχει γλάρους η ακτή! Πως κι έτσι, αφού το συνηθίζουν; ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου